ξενολόγημα

ξενολόγημα
το
λέξη ή φράση που προέρχεται από ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγημα (< -λογώ), πρβλ. αστειο-λόγημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”